-
1 ασφαλιζω
1) тж. med. обеспечивать, укреплять(ἄκραν τείχεσι и ἥ πόλις τάφρῳ ἠσφαλισμένη Polyb.)
ἀσφαλίζεσθαί τινι τέν ἐπιφορὰν τῶν βελῶν Polyb. — предохранять себя чем-л. от метательных снарядов2) med. сковывать, забивать(πόδας εἰς τὸ ξύλον NT.)
См. также в других словарях:
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ANULATI — pedes servorum Appuleio l. 9. Met. in veter. Glossario anati, οἱ συμποδιςθέντες: ut et damnatorum. Anulus enim vel anuli instar erat, quô utrorumque pedes vinciebantur, cippus seu cuspus dictum in veter. Glossis, ξύλινον σανδάλιον, ligneum… … Hofmann J. Lexicon universale